- ιωδομετρία
- και ιωδιομετρία, ήχημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που συνίσταται στην τιτλοδότηση τού στοιχειακού ιωδίου το οποίο ελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης με τη βοήθεια πρότυπου διαλύματος θειοθειικού νατρίου και δείκτη αμύλου που επιτρέπει τον ακριβή προσδιορισμό τού πέρατος τής τιτλοδότησης.
Dictionary of Greek. 2013.